- παλινορθώνω
- 1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλινορθώνω — παλινορθώνω, παλινόρθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλινορθώνω — παλινόρθωσα, ξαναφέρνω στην πρώτη θέση πράγμα που έπεσε ή κατάσταση που έπαψε να υπάρχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταστέλνω — μεταστέλλω (ΑΜ) (το μέσ.) μεταστέλλομαι στέλνω και προσκαλώ κάποιον αρχ. (το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… … Dictionary of Greek